- ἐγκλήματ'
- ἐγκλήματα , ἔγκλημαaccusationneut nom/voc/acc plἐγκλήματι , ἔγκλημαaccusationneut dat sgἐγκλήματε , ἔγκλημαaccusationneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
ηδονοβλεψίας — ο (ψυχιατρ.) παθολογικό άτομο που ικανοποιείται σεξουαλικά κοιτάζοντας γυμνό σώμα ή παρακολουθώντας ερωτικές εκδηλώσεις ή τη γενετήσια πράξη απαρατήρητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + βλεψίας < θ. βλεψ (βλέπω) + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ … Dictionary of Greek
κανονίας — κανονίας, ὁ (Α) άνθρωπος λεπτός και ψηλός, με ευθυτενές ανάστημα, ευθύς σαν κανόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + κατάλ. ίας*, πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας] … Dictionary of Greek
κερατίας — ο (ΑΜ κερατίας) νεοελλ. ζωολ. γένος λοφιόμορφων τελεόστεων οστεϊχθύων τής οικογένειας ceratiidae μσν. ο κερατάς αρχ. 1. αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος 2. είδος κομήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας) … Dictionary of Greek
κοπρίας — κοπρίας, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που είναι από κοπριά, αυτός που αρέσκεται να ζει σε κοπριά 2. συν. στον πληθ. (για γελωτοποιούς) οἱ κοπρίαι βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. εγκληματ ίας, χαλαζ ίας)] … Dictionary of Greek
κυματίας — κυματίας, ὁ (ιων. τ. κυματίης) (Α) 1. αυτός που έχει πολλά κύματα, κυματώδης, κυμαινόμενος 2. αυτός που προκαλεί, που σηκώνει κύματα («ἄνεμον μέγαν καὶ κυματίην», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας)] … Dictionary of Greek
ταραξίας — ο, ΝΜΑ άτομο που προκαλεί αναστάτωση, αναταραχή, ο ταραχοποιός νεοελλ. συνεκδ. άτομο που κάνει αταξίες, φασαρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάραξις + επίθημα ίας (πρβλ. έγκληματ ίας)] … Dictionary of Greek